- κρήδεμνον
- Κάλυμμα της κεφαλής των γυναικών στην αρχαία Ελλάδα, το οποίο η καθεμία έδενε ανάλογα με την προτίμησή της. Συνήθως οι γυναίκες στερέωναν τα μαλλιά τους με ταινίες, τα στόλιζαν μπροστά με τον άμβυκα, τον οποίο τοποθετούσαν επάνω από το μέτωπο σαν διάδημα, ενώ έδεναν το πίσω μέρος του κεφαλιού με το κεκρύφαλο. Στις εξόδους τους τύλιγαν συμπληρωματικά το κεφάλι τους και με το κ. που ορισμένες φορές κάλυπτε και το πρόσωπο. Ο Όμηρος αποκαλούσε κ. το νυφικό πέπλο.
* * *κρήδεμνον, δωρ. τ. κράδεμνον, τὸ (Α)1. κεφαλόδεσμος, γυναικείο κάλυμμα τού κεφαλιού που κατέβαινε μέχρι τους ώμους2. πώμα δοχείου με οίνο3. στον πληθ. τα κρήδεμναοι επάλξεις τών τειχών πόλεως.[ΕΤΥΜΟΛ. < κρή-δεμνοντο α' συνθετικό τής λ. ανάγεται στη λ. κάρα και το β' στο ρ. δέω «δένω» (πρβλ. δέμνιον)η μορφή κρη- εμφανίζει δυσκολίες ως προς την ερμηνεία της: προήλθε είτε από κρηνο- (παρεκτεταμένη μορφή τής συνεσταλμένης βαθμίδας τού τ. κάρα*, βλ. και κρανίο) με συλλαβική ανομοίωση (*κρη-νό-δεμ-νον > κρήδεμνον) είτε από θ. κρησ- με σίγηση τού -σ- προ τού ακολουθούντος -δ-, η οποία όμως, κατ' άλλους, δεν φαίνεται πολύ πιθανή].
Dictionary of Greek. 2013.